- ἀλεωρά
- ἀλεωρά̱ , ἀλεωρήescapefem nom/voc/acc dualἀλεωρά̱ , ἀλεωρήescapefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀλεωράν — ἀλεωρά̱ν , ἀλεωρή escape fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεωρή — ἀλεωρή, η (Α) (ο τύπος ιωνικός στην αττική διάλεκτο ἀλεωρά) 1. αποφυγή, διαφυγή 2. το μέσον διαφυγής ή αποφυγής, προστασία, άμυνα, υπεράσπιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνήθως η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. *ἀλεF ωλή (< θ. τού ρήμ. ἀλέομαι*), απ’ όπου προήλθε με… … Dictionary of Greek